Ευχαριστώ το ολλανδικό Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας (IISG) για την πολύτιμη πρόσβαση στα αρχεία του.
Η ιστορία της κοινωνικής κατοικίας στην Ολλανδία αρχίζει με τον νόμο του 1901 που αφορούσε στη βελτίωση των συνθηκών κατοίκησης του εργάτη και του μικροαστού γενικότερα. Εισήγαγε μια σειρά από μέτρα που έδιναν τέλος στις ανθυγιεινές, υγρές και σκοτεινές κατασκευές και ενθάρινε την κατεδάφιση των τρωγλοσυνοικίων. Σύμφωνα με αυτόν οι δημοτικές αρχές έπρεπε να θέσουν μια σειρά από κανόνες που θα επέβαλαν τα στάνταρντς διαβίωσης. Νέες περιοχές κατοίκησης σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν, ανάμεσά τους και το Plan Zuid του Berlage στο Άμστερνταμ. Ο νόμος είναι ευρύτερα όμως γνωστός γιατί επέτρεψε την δημιουργία
μη-κερδοσκοπικών οργανώσεων οργανωμένης δόμησης κατοικίας χαμηλού ενοικίου (housing associations, woningbouwverenigingen).
Ο νόμος επέτρεψε σε δημοτικές αρχές και φορείς κατοίκησης να γίνουν «εργολάβοι» από λεφτά του δημοσίου. Αυτό είχε ως απότέλεσμα τον σχεδιασμό, την κατασκευή αλλά και την έρευνα μοντέλων κατοίκησης όπως κατοικία σε σειρά, κηπο-χωριά, πολυκατοικίες, εφαρμογές του De Stijl, της σχολής του Άμστερνταμ, του μοντέρνου κινήματος, των αρχών της Χάρτας της Αθήνας, της Team X, του μεταμοντέρνου για να φτάσει σήμερα στην συστηματοποίηση της μονάδας και της μείξης τυπολογιών.
Από την ισχύ αυτού του νόμου κι έπειτα η ολλανδική κοινωνική κατοικία θεωρείται από τις καλύτερες της Ευρώπης.
Την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα φαίνονται τα πρώτα δείγματα κοινωνικής κατοικίας με μορφή κηποχωριών στα περίχωρα πόλεων. Μια καινούργια τυπολογία κάτοψης εμφανίζεται όπου όλοι οι χώροι της κατοικίας έχουν το ικανό φυσικό φως και αερισμό και όπου η βασική αλλαγή είναι, σύμφωνα με τα μέτρα που προέβλεπε ο νόμος του 1901, ότι οι χώροι διημέρευσης και ύπνου είναι διαφορετικοί.
Το συγκρότημα De Hopel στην πόλη Kerkrade της νότιας Ολλανδίας χτίστηκε για τους εργάτες των ανθρακορυχίων της περιοχής. Ο πληθυσμός της πόλης είχε διπλασιαστεί μέσα σε 10 χρόνια λόγω των ορυχείων και η ανάγκη στέγασης αλλά και ελέγχου του εργάτη οδήγησε στην δόμηση πολλών εργατικών προαστίων. Τα άσπρα σπίτια είναι η υγιεινή αντίθεση στο μαύρο του άνθρακα του παρακείμενου ορυχείου Laura.
Στο συγκρότημα της οδού Van Beuningen στο Άμστερνταμ (28 κατοικίες σε 4 ορόφους) όλα τα δωμάτια είχαν φυσικό αερισμό, υπήρχε διαχωρισμός ύπνου και διημέρευσης, τα διαμερίσματα ήταν διαμπερή με δικό τους λουτρό. Ο van der Pek είχε σχεδιάσει μια καινοτομίκή τυπολογία κάτοψης για εργατική κατοικία.
Στην δεύτερη δεκαετία του αιώνα (1910-1920) εμφανίζονται χαρακτηριστικά δείγματα της σχολής του Άμστερνταμ, δίνεται προσοχή κατά τον σχεδιασμό πρώτον σε ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες (όπως ηλικιωμένοι και μοναχικοί άνθρωποι) και δεύτερον στον περιβάλλοντα χώρο και τον σχεδιασμό του αστικού εξοπλισμού που περιβάλλει τα κτίρια (τα περίφημα φωτιστικά και δημόσια ουρητήρια του Άμστερνταμ).
Ένα «μνημείο» της κοινωνικής κατικίας είναι το Schip, το «πλοίο» του Michel de Klerk στο Άμστερνταμ, ένα παράδειγμα της σχολής του Άμστερνταμ. Το συγκρότημα περιλαμβάνει 102 κατοικίες, ταχυδρομείο (που είναι τώρα το μουσείο της σχολής του Άμστερνταμ) και σχολείο. Οι αρχιτέκτονες της σχολής του ¨Άμστερνταμ (De Klerk, Kramer, Van der Mey, Staal, Gratama, Wijdeveld )διαχωρίστηκαν από τις μορφές του Berlage (παρότι τα κατεξοχήν παραδείγματα της σχολής τους υλοποιήθηκαν σε πολεοδομικό σχέδιο αυτού) και αναζήτησαν μια νέα, δυναμική και μασίφ πόλη, εξερευνώντας τις δυνατότητες του υλικού σε ένα αισθησιασμό της συμπαγούς φόρμας.
Στο Συγκρότημα του Hilversum ο Dudok σχεδίασε 180 κατοικίες πιο κοντά τη μια στην άλλη από ότι προδιαγράφονταν, δημιουργώντας έτσι μια σειρά από μονοκατοικίες με πρώιμα χαρακτηριστικά του μοντέρνου.
Την δεκαετία του ’20 εμφανίζεται ο μοντέρνος εργάτης μαζί με το ερώτημα γιατί πρέπει ο εργάτης να ζει σε χωριό; Το κλειστό οικοδομικό τετράγωνο κυριαρχεί και ξεχωρίζουν οι αρχιτεκτονικές εφαρμογές του De Stijl και των δυνατοτήτων ενός νέου υλικού, του σκυροδέματος. Την ίδια δεκαετία σχηματίζονται οι πρώτες «Επιτροπές κτιριακής ομορφιάς» και δίνεται ιδιαίτερη σημασία στο εξωτερικό των κατοικιών.
Στο συγκρότημα της οδού Tak στο Άμστερνταμ των de Klerk και Kramer, που είναι μέρος του πολεοδομικού σχεδίου plan zuid του Berlage, στεγάζoνταν 350 διαμερίσματα (σήμερα κάποια έχουν ενωθεί και περάσει στον ιδιωτικό τομέα μετά από συλλογικές ανακαινίσεις). Το συγκρότημα της οδού Papaverhof του Wils στην Χάγη αποτελείται από 128 κατοικίες του κινήματος De Stijl (ο αρχιτέκτονας είναι γνωστός για το Ολυμπιακό στάδιο του Άμστερνταμ) με τις τυπολογίες της πανταχώθεν ελεύθερης μονοκατοικίας και της μονο-πολυκατοικίας, μια ελεύθερη μετάφραση του portiek-etage, των μονοκατοικιών με κοινή είσοδο. Στο Kiefhoek του Oud οι 291 κατοικίες συμπληρώνονται με καταστήματα, μια εκκλησία και ένα κτίσμα που προσέφερε ζεστό νερό για όλους. Αυτή την προσπάθεια για αυτάρκεια εντείνει και η εσωστρέφεια, οριζοντιότητα και ομοιογένεια του συνόλου. Στο «Χωριό του σκυροδέματος» (Betondorp) του Άμστερνταμ δοκιμάστηκαν 9 τεχνικές του καινούργιου υλικού από 10 αρχιτέκτονες.
Την δεκαετία του ’30 σημαδεύει ο απόηχος της οικονομικής κρίσης. Το κλειστό οικοδομικό τετράγωνο διασπάται σε ελεύθερους κτιριακούς όγκους (επιμήκεις διατάξεις ή πύργοι), και γίνονται οι πρώτες προσπάθειες χωροθέτησης και προσανατολισμού σύμφωνα με τον ήλιο. Μια νέα τυπολογία εμφανίζεται, τα gallery flats.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τυπολογίας είναι το Bergpolderflat στο Ρότερνταμ, η πρώτη μεταλλική κατασκευή στην Ολλανδία, των αρχιτεκτόνων van Tijen, Brinkman και van der Vlugt. Η πρόσβαση στα 72 διαμερίσματα κατανεμημένα σε 9 ορόφους γίνεται μέσω εξωτερικού κοινόχρηστου διαδρόμου (gallery). Τα διαμερίσματα είναι διαμπερή και από την άλλη πλευρά έχουν ιδιωτικό εξώστη. Η τυπολογία είναι αλλιώς γνωστή ως “doorzon flat”, δηλ. διαμέρισμα που διαπερνάται από το ηλιακό φως. Οι κάτοικοι του συγκροτήματος είχαν πρόσβαση στους καινοτομικούς κοινόχρηστους χώρους πλυντηρίων στο υπόγειο, είχαν κεντρική θέρμανση και δικαίωμα για ένα συγκεκριμένο όγκο ζεστού νερού την ημέρα.
Την δεκαετία του ’40 γίνεται μία επιστροφή στην μικρή κλίμακα και στον συντηρητισμό. Υπάρχουν ελλείψεις υλικών λόγω του πολέμου, αλλά συγχρόνως και ανάγκη άμεσης κάλυψης των στεγαστικών αναγκών λόγω των βομβαρδισμών. Αυτό οδηγεί στην εμφάνιση και ανάπτυξη της προκατασκευής με δύο κυρίως συστήματα: Το σύστημα RBM που εφαρμόστηκε στο Delft και το σύστημα Airey που εφαρμόστηκε Amsterdam. Επίσης την ίδια δεκαετία αναπτύχθηκε και η τυπολογία της διπλοκατοικίας λόγω της ανάγκης για ευελιξία στην φιλοξενία πυρηνικής ή εκτεταμένης οικογένειας, ένας τύπος ο οποίος επιτρέπει την εύκολη συνένωση ή διαχωρισμό δύο κατοικιών .
Την δεκαετία του ’50 έχουμε επιστροφή στην μεγάλη κλίμακα αλλά όχι και στον πειραματισμό της προπολεμικής εποχής. Η τυποποίηση είναι το εργαλείο για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μεγάλων περιοχών κοινωνικής κατοικίας. Ταυτόχρονα το μεταπολεμικό baby-boom επιβάλει αλλαγές στους τύπους των εσωτερικών των κατοικιών (ρύθμιση των χώρων ώστε η μητέρα να επιβλέπει τα πολυάριθμα παιδιά κάνοντας συγχρόνως τις οικιακές εργασίες) αλλά και των εξωτερικών χώρων (κοινόχρηστοι χώροι πρασίνου και ελεύθεροι χώροι) .
Στο Kleinpolder του Ρότερνταμ κατασκευάστηκαν 3100 διαμερίσματα μ.ο. 53 μ2, όλα με σύστημα προκατασκευασμένων κολώνων, δοκαριών και πανέλων όψης. Η στρατηγική χωροθέτησης ακολουθεί την δομή δέντρου: κατοικίες (σχηματίζουν) γειτονιές (σχηματίζουν) περιοχές (σχηματίζουν) πόλη , μονοπάτια (οδηγούν σε) πεζοδρόμους (οδηγούν σε) οδούς (οδηγούν σε) αυτοκινητόδρόμους.
Στο Pendrecht της ίδιας πόλης οι 6.300 κατοικίες έχουν μοιραστεί σε μικρότερες γειτονιές των 60-70 κατοικιών με κοινωνική μείξη και κοινόχρηστες λειτουργίες. Κάθε γειτονιά έχει το δικό της αποτύπωμα (πατρόν). Αυτό συντελεί σε μια συνολική μείξη τυπολογιών (διαμερίσματα + Gallery flats + μεζονέτες + διπλο-πολυκατοικίες) χωρίς να εμποδίζει τον αυτοματισμό της κατασκευής.
Την δεκαετία του ’60 η τάση για εργονομία και οικονομία εκμηδενίζει κάθε προσπάθεια για πειραματισμό. Σημαντική είναι η δημοσίευση των «keuzeplan» (optional plan, καταγραφή τυπολογιών κατόψεων) και η διανομή τους σε όλες τις οργανώσεις κατοικίας ώστε να υλοποιούν διαμερίσματα σύμφωνα με ένα κοινό κατάλογο.
Στο Poptahof του Delft, 8 εντεκαόροφοι κτιριακοί όγκοι σχεδιάζονται σε μεγάλη απόσταση ο ένας από τον άλλον. Άξιομνημόνευτος είναι ο τρόπος λειτουργίας της κεντρικής θέρμανσης: το καθιστικό διατηρείται πάντα στους 18 οC, η κουζίνα στους 15οC, το WC στους 20οC και ένα υπνοδωμάτιο στους 16οC.
Στο Malberg του Maastricht φαίνεται η διαφορά στην αντιμετώπιση της τυποποίησης του καθολικού ολλανδικού νότου (Maastricht) σε αντιπαράθεση με τον προτεσταντικό βορά. Οι 256 κατοικίες με εσωτερικό αίθριο (patio houses) είναι αντιπροσωπευτικά της εσωστρέφειας όσον αφορά στην ιδιωτική ζωή των νότιων κατοίκων. Ο αρχιτέκτονας Snelder δανείζεται την νοτιοευρωπαική τυπολογία της ανάπτυξης της κατοικίας γύρω από μια εσωτερική αυλή, η οποία μέχρι τότε είχε χρησιμοποιηθεί σε ακριβότερες κατοικίες, για τον σχεδιασμό κοινωνικών κατοικιών.
Την δεκαετία του ’70 συνεχίζεται η τυποποίηση αλλά με κοινωνικούς προβληματισμούς, αφού προστίθενται και εφαρμογές συμμετοχικού σχεδιασμού. Συγχρόνως δίνονται επιδοτήσεις για πειραματισμούς (Kasbah και Bol) και η εμφάνιση νέων κοινωνικών φαινόμενων οδηγεί στην ανάγκη νέων τυπολογιών. Ο νόμος του 1975 προέβλεπε επιδότηση 110.000 κατοικιών σύμφωνα με την Μονάδα HAT, μια τυπολογία για ένα ή δύο άτομα (HAT: Huisvesting Alleenstaanden en Tweepersoonshuishoudens)
Το Bijlmermeer του Άμστερνταμ έχει χτιστεί το 1973 αλλά είναι εφαρμογή σχεδιασμών της δεκαετίας του ΄60. Σχεδιάστηκε να είναι μια «Λειτουργική Πόλη» , μια σύλληψη του 1933 (4ο CIAM, Charte d Athènes 1942) που δεν υλοποιήθηκε παρά 40 χρόνια αργότερα. Τα κοινωνικά προβλήματα της δεκαετίας του 70 προσπαθούν να επιλυθούν με τον διαχωρισμό σε λειτουργικές ζώνες και τον σχεδιασμό 11 κτιρίων σε κυψελωτή δομή με μεγάλα κενά μεταξύ τους.
Η μελέτη προέβλεπε 18000 διαμερίσματα, εκ των οποίων τα 13000 σε 8όροφα κτίρια με μεγάλους πράσινους χώρους ανάμεσά τους. Η μελέτη εφαρμογής, με την μείωση του προϋπολογισμού, αύξησε τον αριθμό των ορόφων (10-11) και το μήκος των εξωτερικών διαδρομών (galleries) και μείωσε τον αριθμό των ανελκυστήρων. Η ανύψωση των δρόμων υλοποιήθηκε σε ύψος ενός ορόφου και οι χώροι αποθήκευσης στο ισόγειο των κτιρίων εμπόδιζαν την διαφάνεια και την οπτική επαφή με τους ανοιχτούς χώρους.
Οι επικίνδυνοι χώροι στάθμευσης, τα μη-επαρκή εμπορικά καταστήματα, οι 16 διαφορετικές οργανώσεις που διαχειρίζονταν την περιοχή, η υπερβολική όχληση στα συγκροτήματα και η λαθεμένη κοινωνική δομή (το 1975 έγινε γκέτο μεταναστών από το Σουρινάμ, μετά την ανεξαρτητοποίησή του) έκαναν την περιοχή ένα σκοτεινό και προβληματικό τομέα της πόλης, έναν παράδεισο εγκληματικότητας και διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, με δυσκολία εφαρμογής ενός σχεδίου ανάπλασης. Σε αυτό προσέθετε και η βασική υποδομή, οι ανυψωμένοι αυτοκινητόδρομοι που πρόσδιδαν μια απειλητική ατμόσφαιρα στον δημόσιο χώρο.
Ο πληθυσμός του Biljmer είναι τώρα 77.000 κάτοικοι. Αφού πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες πολεοδομικές αναλύσεις και έρευνες αστικής γεωγραφίας και κοινωνικής αλληλεπίδρασης, η περιοχή αναπλάθεται όχι σύμφωνα με την μελέτη των ΟΜΑ του 1986, αλλά σύμφωνα με το πρόγραμμα «Κοινωνία του αύριο» και με μότο «αποκαθιστώντας την ποιότητα ζωής» που θα ολοκληρωθεί το 2010 και περιλαμβάνει ΙΜΑΧ cineplexes, μεγάλα εμπορικά κέντρα, χώρους τέχνης και νέο γήπεδο της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ajax. Η διαχείριση έχει περάσει σε μια εταιρεία, κατεδαφίζονται οι υπερυψωμένοι αυτοκινητόδρομοι, ανακαινίζονται τα διαμερίσματα και ο σταθμός του μετρό και η φιλοδοξία είναι να γίνει το Bijlmer το νέο κέντρο του Άμστερνταμ όσον αφορά στις τέχνες και στην διασκέδαση.
Στο συγκρότημα Kasbah στο Hengelo ο αρχιτέκτονας Piet Blom, παίρνοντας μια επιδότηση για πειραματισμό νέων τυπολογιών, θέλησε να αντιδράσει στα διαδεδομένα σπίτια σε σειρά χωρίς φαντασία και σχεδίασε 184 «ατελείωτα» και ανυψωμένα σπίτια δίνοντας το ισόγειό τους στην πόλη και στο κοινωνικό σύνολο (για κοινές δράσεις ή στάθμευση). Στόχος ήταν να προκαλέσει τους κατοίκους να είναι δημιουργικοί με τα σπίτια τους και με τον δημόσιο «ενδιάμεσο» χώρο. Το αποτέλεσμα, παρότι μορφολογικά ενδιαφέρον, δεν είναι πολύ πετυχημένο στην χρήση του. Ο δημόσιος ισόγειος χώρος θα λειτουργούσε καλύτερα σε μια πυκνή αστική δομή παρά σε ένα προάστιο.
Την δεκαετία του ’80 γίνεται στροφή στην έκφραση της ατομικότητας και εμφανίζονται οι πρώτες βιοκλιματικές κατοικίες σαν επακόλουθο του προβληματισμού που έφερε η ενεργειακή κρίση του ’70. Επίσης αρχίζουν να τροποποιούνται υπάρχοντα κτίρια (στρατιωτικές εγκαταστάσεις, σιλό κα) σε συγκροτήματα οικονομικής κατοικίας.
Την δεκαετία του ’90 το μάθημα από τις εφαρμογές του παρελθόντος οδηγεί σε λύσεις μείξης κοινωνικών κατοικιών και προς πώληση κατοικιών για την επίτευξη κοινωνικής μείξης, πολυπλοκότητας και ανομοιογένειας.
Το συγκρότημα Kattenbroek, αν και αποτελεί ένα παράδειγμα not-to-do πολεοδομικής σύλληψης (του ινδού αρχιτέκτονα Ashok Balotra) λόγω της μνημειώδους παράθεσης ετερόκλητων γεωμετρικών σχημάτων χωρίς προεργασία ανάλυσης, καταφέρνει με την αρχιτεκτονική του πολυμορφία να είναι ένα πετυχημένο χρηστικά παράδειγμα μείξης κοινωνικής κατοικίας και ακριβότερης κατοικίας.
No comments:
Post a Comment